Πάσχετε απο Πασχίτιδα; Εγώ πάντως πάσχω από απασχία. Αν και δεν είναι προβληματικό αυτό για μένα. Γενικά μου κάνει τη ζωή πιο εύκολη, πιο ευχάριστη, πιο ελεύθερη. Καθώς τρέχετε να χαραμίσετε λεφτά για λαμπάδες, να βάψετε αυγά και να εκκλησιάζεστε, εγώ βρίσκω λίγες μέρες να χαλαρώσω και να ξεκουραστώ. Και αυτό ισχύει για όλες τις θρησκευτικές γιορτές. Δηλαδή μπορείτε ελεύθερα να με κατηγοριοποιήσετε (ακόμα και κατηγορήσετε) ως άθρησκη. Εάν δεν έχετε συντονισθεί στη συχνότητά μου, δηλαδή δεν έχετε ιδέα τι λέω, δεν πειράζει. Θα σας το εξηγήσω.
Από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω πόσα δεν καταλαβαίνω, κατάλαβα ένα πράγμα. Ότι η θρησκεία δεν μου καθόταν καλά. Μου φαινόντουσαν περίεργοι οι άνθρωποι που σύχναζαν στην εκκλησία και μου μύριζαν. Αν και δεν το καταλάβαινα τότε, δεν ήταν μόνο το λιβάνι που μου γύριζε το στομάχι, αλλά η μυρωδιά του φόβου. Έβλεπα ότι δεν πήγαιναν στην εκκλησία γιατί το ήθελαν, αλλά γιατί φοβόντουσαν ότι αν δεν πάνε θα τιμωρηθούν από τον Θεό. Έναν αόρατο Θεό που κάθεται στον ουρανό και παρακολουθεί την κάθε σας κίνηση, εγγράφοντας τις ηλιθιότητες σας (με συγχωρείτε, αμαρτίες) και προετοιμάζει την ποινή σας. Από παιδί, όλα αυτά μου φαινόντουσαν σαν παραμύθι.
Δόξα τον Θεό – ή μήπως θα ήταν λιγότερο ειρωνικό να πω «ευτυχώς» – οι γονείς μου δεν με πίεσαν ποτέ να πάω στην εκκλησία, ούτε και μου μίλησαν ποτέ για την θρησκεία, εκτός από αυτές τις χρυσές οδηγίες του πατέρα μου:
– ου φιλήσετε τα ξεράδια των παπάδων, αϊ σιχτίρ μ’αυτούς τους βρομιάρηδες, ξύνουν τα παπάρια τους και ύστερα σου τα δίνουν να τα φιλάς – φτύσ’τους μωρή!!!
– οι θρησκείες είναι παραμύθια (όντως, αυτό αληθεύει)
– ου χαραμίζετε την ώρα σας με εκκλησίες και μαλακίες
– ου μπλεχτείτε με κανέναν θρήσκο
Εντάξει, rules are meant to be broken, όπως λέμε στα Αυστραλέζικα. Ήταν εύκολο να αποφεύγω τα ξεράδια των παπάδων καθώς οι φαντασία μου μεγέθυνε τα βακτήρια στα χέρια τους και μου ερχόταν να κάνω εμετό. Όσο για τις επόμενες τρεις οδηγίες, κατάφερα να τις απειθώ με μία απόφαση: να τα φτιάξω με έναν Έλληνα Ορθόδοξο από την Νότια Αφρική.
Οι αδερφές μου και εγώ δεν είμασταν καν βαφτισμένες. Το οποίο δεν υπήρξε πρόβλημα, μέχρι που γνώρισα τον πρώτο μου Έλληνα boyfriend στο πανεπιστήμιο, παρθένο στα 25 και απίστευτα καταπιεσμένος όχι μόνο από την μάνα του, αλλά από την θρησκεία που ακολουθούσαν με σκυμμένο κεφάλι σαν τυφλοί…όπου τους συνέφερε βέβαια. Ναι μεν πήγαιναν στην εκκλησία κάθε Κυριακή και άλλες μέρες που δεν καταλάβαινα γιατί (ίσως τα είχε με τον παπά ο πατέρας του), αλλά τους σκυλόβριζαν όλους. Όλοι οι άλλοι ήταν αμαρτωλοί και δεν ακολουθούσαν τον λόγο του Θεού. Μόνο αυτοί άξιζαν τον παράδεισο, γιατί ακολουθούσαν τα διδάγματα της βίβλου, έκαναν το σταυρό τους και προσευχόντουσαν κάθε μέρα. Αλλά ταυτόχρονα δεν θα μπορούσαν να να με δεχτούν στην οικογένειά τους μέχρι να βαφτιστώ. Η ειρωνεία της κατάστασης σπαταλιόταν σε αυτούς τους ανθρώπους.
Επειδή ήμουν μια ανασφαλείς 22-άχρονη με κατάθλιψη, δεν ήμουν σίγουρη για τίποτα και με έπιασαν σε μια φάση που αναρωτιόμουν για την θρησκεία, είπα να το δοκιμάσω. Πρώτα κανόνισα να «πάρω» την παρθενιά του σεξουαλικά απογοητευμένου γιου τους. Ύστερα μιμήθηκα την υποκρισία τους κάνοντας κατήχηση κάθε Παρασκευή μετά τη δουλειά και πηγαίνοντας στην εκκλησία κάθε, μα σχεδόν κάθε, Κυριακή για περίπου έναν χρόνο, καθώς προετοιμαζόμουν για την βάπτισή μου.
Ειλικρινά, αισθανόμουν σαν εξωγήινος στην εκκλησία. Πρώτα απ’ όλα μου θύμισε τη φορά που πήγα στην εκκλησία στα 12, μικρό παιδί δηλαδή, νηστική. Πέθαινα της πείνας και καθώς με λιβάνιζαν, μου ερχόταν να λιποθυμήσω και να κάνω εμετό ταυτόχρονα. Άσε που ήμουν εντελώς αγχωμένη με την αμαρτία που θα έπρατα παίρνοντας κοινωνία αβάφτιστη. Μια άλλη φορά πήραν φωτιά τα μαλλιά μου από την λαμπάδα ενός δίπλα μου. Και ένα άλλο Πάσχα, μεγαλύτερη πλέον, εμφανίστηκε μια ομάδα καλοντυμένων αγοριών να ριχτούν σε όποια κοπέλα τους γυάλιζε. Βέβαια έπεσα θύμα του ενός, άλλωστε ο μόνος λόγος που εμφανιζόμουν μόλις πριν το «Χριστός Ανέστη» ήταν μπας και γνωρίσω κάποιο αγόρι. Σύντομα μετά, αποκαλύφτηκε αντάξιος του φτυσίματός μου μόνο. Εν ολίγοις, δεν είχα καμιά καλή εμπειρία πηγαίνοντας στην εκκλησία. Και τώρα, πάλι εδώ με αυτόν τον υποκριτή, αντιμετώπιζα τους δαίμονές μου.
Είπαμε, κατήχηση κάθε Παρασκευή. Εκεί ο πάτερ μου έλεγε ότι παραμύθι κατέβαινε από την κούτρα του για να με μετατρέψει σε μια καλή Χριστιανή Ορθόδοξη, ενώ εγώ και ο μαμάκιας καθόμασταν απέναντι του για κανα δυο ώρες. Σε μια φάση ο παπάς μου εξηγεί με απόλυτα σοβαρό ύφος: «Η σχέση της γυναίκας με τον άντρα είναι σαν την σχέση της εκκλησίας με τον Χριστό. Ο ρόλος της εκκλησίας είναι να υπηρετεί τον Χριστό.» Excuse me? Το βλακόμουτρο δεν έβγαλε άχνα. Τον αντιμετώπισα στο carpark. «Μα ξέρεις ότι συμφωνώ με σένα, δεν βλέπω την γυναίκα ως δούλο…κτλ κτλ.» Μα ήταν ήδη αργά. Δεν είχε κάνει καμία πράξη να με πείσει πως θα συμφωνούσαμε σε αυτό το θέμα. Άρχισα να βλέπω μια μίζερη και κλειστή ζωή μπροστά μου, σε μια προαστιακή περιοχή με 2,5 παιδιά και μια κλασσικά ανυπόφορη πεθερά που θα μας έκανε καθημερινά μαρτύρια. Και λίγο καιρό μετά την βάφτισή μου, του είπα πως ψάχνει χαλάκι πόρτας, όχι γυναίκα, και αυτήν θα την έβρισκε στην εκκλησία μια Κυριακή, ξελιγωμένος της πείνας, περιμένοντας στην ουρά για να λάβει κοινωνία…
To be continued…