Το 2004 ήταν η τελευταία χρονιά που δούλεψα σε μια δουλειά που δεν με εκφράζει. Από τότε έχω δουλέψει ως ελεύθερος επαγγελματίας σε διάφορους ρόλους (διαχείριση έργων, παραγωγή βίντεο, συγγραφέας, σύμβουλος προσωπικής ανάπτυξης, εκπαιδεύτρια), ο κάθε ρόλος διαφορετικός από τον επόμενο και ο κάθε ένας μου θύμιζε πόσο μου αρέσει να έχω ποικιλία στη δουλειά μου.
Σας παρουσιάζω ένα άρθρο που έγραψα την 1η Νοεμβρίου 2004, μόλις είχα παρατήσει τη δεύτερή, και τελευταία, fulltime δουλειά.
Η πρώτη φορά
Ξεκίνησα την πρώτη μου δουλειά στην ηλικία των 23, ξεχειλίζοντας από ενθουσιασμό και φιλοδοξία. Αισθάνθηκα ενθουσιασμό γιατί θα παρέδιδα ομαλά την πανεπιστημιακή μου ζωή ως αντάλλαγμα για μια εταιρική ζωή, και μια φιλοδοξία που, κατά τη γνώμη μου, ήταν πλέον άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα επάγγελμα πλήρους απασχόλησης. Για τί άλλο θα μπορούσα να φιλοδοξώ;Δεν έβλεπα άλλες επιλογές στον κόσμο μου.
Οι προσδοκίες μου ξεκίνησαν από την έναρξη μιας εργασίας και εξελίχθηκαν προς τον σχεδιασμό μιας σταδιοδρομίας. Η καριέρα ήταν ίση με την επιτυχία και η επιτυχία ήταν ίση με τη σκληρή δουλειά, πολλές ώρες και καλή αμοιβή. Είχα πάντα οραματιστεί τον εαυτό μου στην υποτιθέμενη ασφάλεια ενός εταιρικού περιβάλλοντος, φορώντας κοστούμι εξουσίας, κρατώντας έναν χαρτοφύλακα. Αυτή ήταν η εικόνα της επιτυχίας μου, αυτή ήταν η φιλοδοξία μου. Κατά κάποιο τρόπο, η επίτευξη αυτής της φιλοδοξίας θα ικανοποιούσε τόσο τις οικονομικές όσο και τις συναισθηματικές μου ανάγκες.
Μέσα στην πρώτη εβδομάδα της δουλείας (προσοχή στον τόνο), καλλιέργησα μια δυσαρέσκεια προς το ίδρυμα της δουλειάς. Αν και ξεκίνησα την καριέρα μου σε διοικητική θέση, σε αντίθεση με την εμπειρία των βετεράνων εκεί που μου είπαν πως θα πρέπει να αρχίσω από τον πάτο της ιεραρχίας, κάτι δεν μου καθόταν καλά. Το οικονομικό μου κενό γέμιζε, αλλά οι συναισθηματικές μου ανάγκες παρέμειναν ανεκπλήρωτες: ζούσα την εικόνα της επιτυχίας, αλλά αυτό δεν παρήγαγε το επιθυμητό συναισθηματικό αποτέλεσμα. Έλεγα στον εαυτό μου πως ήμουν κουρασμένη, ότι έπρεπε να συνηθίσω, ότι χρειάζεται κάποιος χρόνος για να προσαρμοστώ.
Στην αρχή νόμισα ότι έπρεπε να προσαρμοστώ μόνο σωματικά. Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι χρειαζόμουν σωματική, πνευματική και ψυχική χειροπρακτική για να αντιμετωπίσω το σοκ που σπαταλούσα τουλάχιστον το ένα τρίτο της ΔΙΚΗΣ ΜΟΥ εβδομάδας, για έναν μισθό που δεν αντιστάθμιζε το ξεπούλημα της ψυχής μου.
Αγχωνόμουν όλο και περισσότερο από την όλο και αυξανόμενη πίεση να κάνω κάτι αφύσικο να φαίνεται φυσικό, την πίεση να προσποιηθώ. Κάθε μέρα αισθανόμουν σαν ηθοποιός: έκανα πως απολάμβανα την εργασία, με την ελπίδα ότι με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι πραγματοποιούσα τα όνειρά μου. Πίεσα τον εαυτό μου μέσα σ’ ένα καλούπι και αναγκάστηκα να πω ψέμματα όταν μου ζήτησαν να προσδιορίσω την κατεύθυνση της καριέρας μου.
Δέχομαι τώρα αυτό που δεν μπορούσα να καταλάβω τότε: ότι ήταν τόσο δύσκολο να παίρνω αποφάσεις για την σταδιοδρομία μου, επειδή ποτέ δεν ήθελα μια καριέρα και δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να χαραμίζει τα νιάτα του σε μια εταιρεία που δεν με βλέπει καν, δεν μου έδινε αξία και δεν νοιαζόταν. Γιατί δεν θα μπορούσα να ζοριστώ να ζήσω τις εταιρικές αξίες – γιατί ζώντας τις σήμαινε ότι δεν θα ζούσα τις προσωπικές μου αξίες της ελευθερίας, της επιλογής και αυθορμητισμού.
Ήταν η πρώτη μου (και προ-τελευταία) φορά στον εταιρικό κόσμο και παρόλο που δεν μπορούσα να δω με ποιόν τρόπο θα διεύφευγα αυτή την κατάσταση, έγινε και η πρώτη φορά που δήλωσα τον εαυτό μου συνταγματικώς ακατάλληλη για εργασία πλήρους απασχόλησης, και έχω κατευθυνθεί προς μια άλλη ζωή από τότε. Επίσης, έγινε η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι η ασφάλειά μου πηγάζει μόνο από την ψυχή μου.
η δουλειά είναι δουλεία,και καλό είναι να την αποφεύγεις.Οσο πιο νωρίς μπορείς!
Είναι εύκολο, όσο είμαστε και νέοι, να κατακρίνουμε την δουλειά και το σύστημα. Αργότερα καταλαβαίνουμε πως και εκεί υπάρχουν οι συμβιβασμοί που μας επιτρέπουν να είμαστε ο εαυτός μας, εαν πραγματικά σημαίνει κάτι αυτό. Και που δεν υπάρχουν τέτοιοι; Στις σχέσεις με τον (εκάστοτε) άνθρωπό μας; Με τους γονείς μας; Με τον κόσμο που συναντάμε καθημερινά σε υπηρεσίες, δοσολήψίες, διασκέδαση;
Λίγοι έχουν την ανάγκη να ζήσουν μακρυά από τους συμβιβασμούς αυτούς – πάρα πολλοί τους ξορκίζουν (με έναν απόλυτο, λίγο παιδικό τρόπο) και ..ζουν σύμφωνα με αυτούς.
Εγώ κατανοώ τους συμβιβασμούς μου, δεν τους αρνούμαι και φροντίζω να τους έχω στα όρια ακριβώς που με παίρνει. Ειναι αποτέλεσμα επιλογής και προσπάθειας, και όχι κραυγών ή δυστυχίας. Όταν είδα πως το βάρος του να κρατάω μιά δική μου δουλειά ήταν μεγαλύτερο από το βάρος της αποδοχής του ότι ο εργοδότης έχει τον πρώτο λόγο στην δουλειά για την οποία με πληρώνει (ακόμη και εαν, πολλές φορές, έχει λάθος 🙂 έγινα μισθωτός.
Είναι μια σημαντική απόφαση στη ζωή μας – και ο χρόνος δεν την κάνει ευκολότερη, αντίθετα αυξημένες ανάγκες μας συμπιέζουν. Χαίρομαι να διαβάζω το άρθρο του 2004.. άραγε το άρθρο του 2009 έχει διαφορές;
Νομίζω το κακό είναι ότι το σύστημα είναι έτσι δομημένο ώστε ο άνθρωπος να μην μπορεί να δουλέψει τις ανησυχίες, ταλέντα, κτλ του σε μια μισθωτή εργασία. Έτσι αισθάνεται σαν σκλάβος και περιορισμένος με αποτέλεσμα να τα βλέπει όλα υποκριτικά και κυρίως τους ανθρώπους. Το να κάνεις συμβιβασμούς για ένα μεροκάματο δεν σου λύνει τα προβλήματα.
Μεγαλώνοντας…(συμφωνώντας με τον Μίλτο παραπάνω),δεν έχεις και δυνάμεις ίσως να τα παλέψεις. Έτσι νομίζω δημιουργούνται άρρωστοι άνθρωποι, άρρωστες κοινωνίες,άρρωστα μυαλά. Το ερώτημα είναι να υποκύψεις στον συμβιβασμό (αν μπορεί ένας άνθρωπος πραγματικά να το κάνει αυτό;) η να κλειστείς οριστικά στον εαυτό σου; Είναι λεπτές οι ισορροπίες,αλλά το ζητούμενο,το στοίχημα αν θέλετε, είναι στην πορεία να γίνεις και όμορφος ως άνθρωπος. ευχαριστώ.
Ευχαριστώ Μίλτο και Κώστα για τα σχόλιά σας!
Μίλτο,
Από το 2004, το βάρος της αποδοχής του ότι ο εργοδότης επιλέγει την δουλειά που θα κάνω είναι μεγαλύτερο απ’ το να προσπαθώ να δημιουργήσω ένα δικό μου εισόδημα. Δεν έχει να κάνει με το ότι είμαι ‘νέα’, έχει να κάνει με τους δικούς μου συμβιβασμούς και τα δικά μου όρια.
Πρώτα απ’ ολα, υπάρχει μια (μεταφυσική) θεωρία που μας λέει πως αν είμαστε οι εαυτοί μας, δεν θα χρειαστεί ποτέ να συμβιβαστούμε γιατί θα κυλάμε με την ροή των πραγμάτων και θα ζητάμε – και επομένως ταυτόχρονα θα δημιουργούμε – πράγματα που θα είναι σε αρμονία με μας. Αλλά, προφανώς δεν έχω φτάσει εκεί ακόμα και δέχομαι πως για τώρα αντιμετωπίζω και εγώ τέτοιους συμβιβασμούς – με σχεδόν τα πάντα.
Δεύτερον, αντιθέτως με σένα, όλοι όσοι ξέρω έχουν μεγάλη ανάγκη να ζήσουν μακρυά από τους συμβιβασμούς αυτούς. Ίσως να έχω τέτοιους ανθρώπους γύρω μου γιατί προσελκύουμε ανθρώπους στη ζωή μας οι οποίοι εκφράζουν και προβάλλουν την δική μας αντίληψη των πραγμάτων! Ίσως, όμως, οι νεότεροι να τα βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα…
Μεταξύ άλλων, το άρθρο μου εκφράζει την δυσκολία που αντιμετώπισα να βρω κάποιους συμβιβασμούς μεταξύ δουλειάς και προσωπικής ικανοποίησης. Προσπάθησα αμέτρητες φορές να ισορροπήσω τους όρους της δουλειάς με τις δικές μου καλλιτεχνικές επιθυμίες, με αποτέλεσμα να μην τα καταφέρνω γιατί διοχέτευα την ενέργειά μου προς στο να κάνω την καλύτερη δουλειά δυνατόν και δεν μου περίσσευε τίποτα για τα δικά μου projects.
Οπότε επέλεξα να κάνω κάτι διαφορετικό από το 97% των συνανθρώπων μου και προσπαθώ να συνδυάσω την ανάγκη μου για προσωπική έκφραση με την απόδοση ενός εισοδήματος, γιατί τώρα, στο 2009, αυτά τα δύο είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένα.
Κώστα/Μίλτο
Το σύστημα, πιστεύω, είναι όντως δομημένο ώστε ο άνθρωπος να μην μπορεί να δουλέψει τον εαυτό του. Οπότε, το θέμα είναι να αφιερώσεις χρόνο στον εαυτό σου για να είσαι ο εαυτός σου, το οποίο, Μίλτο, σημαίνει πάρα πολλά, τουλάχιστον για εμένα.