To βαπόρι της ζωής

boat

Ο εβδομηντάχρονος πατέρας μου κατέβηκε στην Αθήνα από το χωριό απόψε. Κατά την διάρκεια της συζήτησης με ρώτησε πως αν το μετρό πάει στον Πειραιά. Τον ρώτησα γιατί θέλει να πάει στον Πειραιά, γιατί αμφισβήτησα πως θα πήγαινε απλά για μια βόλτα. Μου φανέρωσε πως είχε σκοπό να ζητήσει δουλειά στα “βαπόρια, αλλά πού να πάρουν έναν γέρο σαν και εμένα”.

Η καρδιά μου ράγισε. Συγκρατώντας τα δάκρυά μου, και καταλαβαίνοντας πολύ καλά πως ο μόνος λόγος που έψαχνε δουλειά θα ήταν για τα λεφτά, τον ρώτησα γιατί. “Εμ, χρωστάω λεφτά στους εργάτες και θέλω να τελειώσω το σπίτι – θα πεθάνω απ΄το κρύο στο ξένο σπίτι” (Το σπίτι που τελειώνει είναι το πατρικό του που ανακαινίζει από τότε που επαναπατρίστηκε και αυτός πριν από 2 χρόνια και το “ξένο” είναι το σπίτι της αδερφής του).

Τί να πεις σε κάτι τέτοιο; Πώς να αντιδράσεις; Αν δεν πεθάνει απ΄το κρύο, θα πεθάνει απ΄τη βαρεμάρα να βλέπει τους μόνιμους κατοίκους του χωριού του κάθε μέρα στο καφενείο. “Θέλω τον πατέρα μου κοντά του λέω”, σκέφτοντας πως ένας απ΄τους λόγους που ήρθα στην Ελλάδα είναι να είμαστε κοντά. “Κάτι θα κάνω εγώ”, του λέω. “Κάτι”, αλλά τι;

Κοιτάω γύρω μου και βλέπω τόσους πολλούς αγανακτισμένους ανθρώπους, ανθρώπους που δεν είναι ευχαριστημένοι με την οικονομική τους κατάσταση και “επομένως” με την ζωή τους γενικά. Λέω “επομένως” σε εισαγωγικά, γιατί προφανώς δεν χρειάζονται άφθονα λεφτά για να είναι ευτυχισμένοι…)

Όλους αυτούς τους αγανακτισμένους ανθρώπους τους χωρίζω σε 2 κατηγορίες:

α) αυτοί που έχουν αποφασίσει πως όσο και άσχημη να είναι η μισθωτή (και συνεπώς προβλέψιμη) ζωή, πως δεν υπάρχει άλλη λύση και πως θα παραμείνει έτσι η κατάστασή τους για πάντα – και έτσι συνεχίζουν τα παραπονιούνται και να μιζεριάζουν

β) αυτοί που ξέρουν πως υπάρχει κάτι καλύτερο (άσχετα αν το έχουν ζήσει ή όχι) και το ψάχνουν συνέχεια, ρισκάρουν τα πάντα, βρίσκουν καινούργιες ευκαιρίες και τις προσπαθούν.

Δεν ξέρω τι είναι αυτό το “κάτι” που θα καταφέρω, αλλά ξέρω πως είναι κάτι διαφορετικό από το καθεστώς και εντελώς άλλος κόσμος από αυτόν που μου λένε ότι πρέπει να ζω. Και επειδή ψάχνω για κάτι άλλο, δεν σημαίνει πως δεν απολαμβάνω την ζωή μου όπως είναι τώρα – θεωρώ τον εαυτό μου ένα κατά βάθος ευτυχισμένο άτομο με τακτικά ups and downs και μια βασική κατανόηση του πώς θα παραμείνω ευτυχισμένη, χωρίς να με πιάνει απαρηγόρητη κατάθλιψη.

Ήρθα στην Ελλάδα γνωρίζοντας την οικονομική της κατάσταση. Ήρθα ακόμα κι αν μου λέγανε πως δεν υπάρχουν δουλειές. Ήρθα παρόλο που είχα χρέη και δεν ξέρω πως θα τα πληρώσω. Ήρθα γιατί να είμαι κοντά στην άλλη μισή μου οικογένεια. Ήρθα γιατί είμαι κατά βάθος σίγουρη πως αυτό το “κάτι” θα το πετύχω όπου και νά΄μαι, αρκεί να τα έχω καλά με τον εαυτό μου. Και αυτό το “κάτι” θα το μοιράζομαι μαζί σας μέσω αυτού του blog.

Οπότε σταμάτησα να λυπάμαι τον εβδομηντάχρονο πατέρα μου, γιατί ανήκει στην β) κατηγορία των ανθρώπων που βλέπω στον κόσμο, αλλά στην 1η κατηγορία των ανθρώπων στην εκτίμησή μου.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.